φρεόν

φρεόν
το, Ν
άκλ. (χημ. τεχνολ.) συνοπτική εμπορική ονομασία αλειφατικών οργανικών ενώσεων τών οποίων τα μόρια περιέχουν, εκτός από άνθρακα, φθόριο και, σε πολλές περιπτώσεις, άλλα αλογόνα, κυρίως χλώριο, καθώς και υδρογόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. freon, γαλλ. freon, εμπορική ονομ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • ἄφρεον — ἄ̱φρεον , ἀφρέω foam imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἄ̱φρεον , ἀφρέω foam imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἀφρέω foam imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀφρέω foam imperf ind act 1st sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο F· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των αλογόνων, έχει ατομικό αριθμό 9, ατομικό βάρος 19, ένα σταθερό ισότοπο και τρία ραδιενεργά με βραχύτατη ζωή. Είναι το δραστικότερο και περισσότερο …   Dictionary of Greek

  • ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”